- πεπονθυίαις
- πεπονθυί̱αις , πάσχωhaveperf part act fem dat plπεπονθυί̱ᾱͅς , πάσχωhaveperf part act fem dat pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.